ἐνήλωσις

ἐνήλωσις
ἐνήλωσις
ornamental nail
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενήλωση — η (Α ἐνήλωσις) [ενηλώ] νεοελλ. (πυροβ.) το σφήνωμα τής πυροδοτικής τρύπας τών παλιών πυροβόλων με καρφί για να αχρηστευθούν αρχ. 1. κάρφωμα καρφιών 2. στερέωση καρφιών για στολισμό 3. τα ίδια τα καρφιά ή οι καρφίδες που στερεώνονται κάπου για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”